- ρουππία
- και ρουπία και ρουπικία, η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια ρουππιάδες τής τάξης ποταμογειτονώδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουπία — (I) η, Ν νομισματική μονάδα τής Ινδίας, τού Πακιστάν, τής Ινδονησίας κ.ά. χωρών τής Ασίας, ισοδύναμο με το 1/15 τής αγγλικής λίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. rūpaijā / rupīyā < αρχ. ινδ. rūpya «ασήμι, ασημένιο νόμισμα» < rūpa «μορφή, ομορφιά»].… … Dictionary of Greek
ρουπικία — η, Ν βοτ. βλ. ρουππία … Dictionary of Greek